μακτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακτήριος]], -ία, -ον (Α) [[μακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ζύμωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μακτήριον]]<br />α) [[σκάφη]] ζυμώματος, [[μάκτρα]]<br />β) [[μάκτρο]], προσόψιο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μακτήρια</i><br /><b>πιθ.</b> [[τροφή]], τρόφιμα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μακτήριον]]<br />ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]], ἱερὸν κρύφιον».
|mltxt=[[μακτήριος]], -ία, -ον (Α) [[μακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ζύμωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μακτήριον]]<br />α) [[σκάφη]] ζυμώματος, [[μάκτρα]]<br />β) [[μάκτρο]], προσόψιο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μακτήρια</i><br /><b>πιθ.</b> [[τροφή]], τρόφιμα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μακτήριον]]<br />ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]], ἱερὸν κρύφιον».
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Kneten]] [[gehörig]]</i>, bei Plut. <i>sept. sap. conv</i>. 15 [[werden]] μακτήρια [[neben]] κάμινοι und φρεώρυχοι [[genannt]]. Nach Hesych. ist [[μακτήριον]] ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον.
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μακτήριος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ζύμωμα· τὸ μ. - μάκτρα, Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον. ἢ κύκλος ξύλινος».

Greek Monolingual

μακτήριος, -ία, -ον (Α) μακτήρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον
α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα
β) μάκτρο, προσόψιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια
πιθ. τροφή, τρόφιμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον
ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον».

German (Pape)

zum Kneten gehörig, bei Plut. sept. sap. conv. 15 werden μακτήρια neben κάμινοι und φρεώρυχοι genannt. Nach Hesych. ist μακτήριον ἱλαστήριον, κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον.