νέμειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νέμειος]], -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) [[Νεμέα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Νεμέα]] ή βρίσκεται στην [[περιοχή]] της Νεμέας ή προέρχεται από τη [[Νεμέα]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Νέμειος</i><br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Νέμειον]]<br />ο [[ναός]] του Νεμείου [[Διός]] στη [[Λοκρίδα]].
|mltxt=[[νέμειος]], -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῖος και νεμεαῖος, -αία, -ον) [[Νεμέα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Νεμέα]] ή βρίσκεται στην [[περιοχή]] της Νεμέας ή προέρχεται από τη [[Νεμέα]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Νέμειος</i><br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Νέμειον]]<br />ο [[ναός]] του Νεμείου [[Διός]] στη [[Λοκρίδα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

νέμειος, -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῖος και νεμεαῖος, -αία, -ον) Νεμέα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή της Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος
προσωνυμία του Διός
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Νέμειον
ο ναός του Νεμείου Διός στη Λοκρίδα.