οινοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται ή περιέχει [[κρασί]] («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[οἰνοδόκος]]<br />[[δοχείο]] κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
|mltxt=[[οἰνοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται ή περιέχει [[κρασί]] («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[οἰνοδόκος]]<br />[[δοχείο]] κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόκος]].
}}
}}

Revision as of 13:17, 25 August 2021

Greek Monolingual

οἰνοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ.οἰνοδόκος
δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.