κουρούπι: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) > <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[τουλούπα]] <span style="color: red;"><</span> [[τολύπη]])].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) > <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- ([[πρβλ]]. [[τουλούπα]] <span style="color: red;"><</span> [[τολύπη]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα
2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες
3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται» — κανένα κακό δεν χάνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορούπιον (με αφομοίωση) > κορύπιον (υποκορ. του κορύπη), με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. τουλούπα < τολύπη)].