κοχύλι: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κογχύλιον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η [[αχηβάδα]]<br /><b>2.</b> το όστρακο [[κάθε]] δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι [[ὄρεσι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόχλος]], [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]] με σίγηση του έρρινου στοιχείου ( | |mltxt=το (AM [[κογχύλιον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η [[αχηβάδα]]<br /><b>2.</b> το όστρακο [[κάθε]] δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι [[ὄρεσι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόχλος]], [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]] με σίγηση του έρρινου στοιχείου ([[πρβλ]]. [[κόγχη]] > [[κόχη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM κογχύλιον)
1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα
2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.)
αρχ.
κόχλος, σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλιον με σίγηση του έρρινου στοιχείου (πρβλ. κόγχη > κόχη)].