αχηβάδα

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

η
γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα
2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών
3. κοιλότητα στον τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ.-μσν. χήμη «αχηβάδα» — βλ. και λ. χηβάδα].