ανθεκτικός: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθεκτικός]], -ή, -όν) [[αντέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεός]], αυτός που δεν υποχωρεί<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αντέχει, δείχνει [[κουράγιο]], [[θάρρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συγκρατιέται [[γερά]], να μένει προσκολλημένος σε [[κάτι]] ή κάποιον («τοῦ | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθεκτικός]], -ή, -όν) [[αντέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεός]], αυτός που δεν υποχωρεί<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αντέχει, δείχνει [[κουράγιο]], [[θάρρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συγκρατιέται [[γερά]], να μένει προσκολλημένος σε [[κάτι]] ή κάποιον («τοῦ καθαροῦ εἰσιν ἀνθεκτικοί»). | ||
}} | }} |