αντέχω

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

(AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω)
1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις
2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ
3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι
4. έχω την απαραίτητη στερεότητα
5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία
νεοελλ.
1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι
2. φρ. «αντέχει η τσέπη μου» — είμαι πλούσιος, μπορώ να ξοδεύω χρήματα με άνεση
Ι. αρχ.
1. κρατώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο
2. επιμένω, εμμένω σε κάτι
3. είμαι αρκετός, επαρκώ
4. εκτείνομαι, φθάνω
5. κρατώ, διαρκώ
6. συνεχίζομαι, παρατείνομαι
7. εξακολουθώ να υφίσταμαι
II. (-ομαι)
1. κρατώ κάτι μπροστά μου για προφύλαξη
2. πιάνω κάτι και το κρατώ σφιχτά
3. δεν απομακρύνομαι από κάτι
4. λατρεύω κάποιον, τον τοποθετώ στις προτιμήσεις μου πριν από κάθε άλλον
5. συγκρατώ τον εαυτό μου
6. αμφισβητώ, διεκδικώ κάτι
7. επιδίδομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντέχω < αντ(ι) + έχω
αντίσχω < αντ(ι)- + ίσχω.
ΠΑΡ. ανθεκτικός, αντοχή
αρχ.
άνθεξις].

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎