κουράγιο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. η αντοχή στις δύσκολες περιστάσεις, θάρρος («πρέπει να βρεις κουράγιο να αντιμετωπίσεις αυτή τη δύσκολη κατάσταση»)
2. τόλμη («που το βρήκες τόσο κουράγιο να του αντιμιλήσεις;»)
3. φρ. α) «δίνω κουράγιο» — ενθαρρύνω
β) «παίρνω κουράγιο» — ενθαρρύνομαι
γ) «κάνω κουράγιο» — προσπαθώ να διατηρήσω το θάρρος μου, την ψυχραιμία μου, για να αντιμετωπίσω τις δυσχέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coraggio].