επίδικος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίδικος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται [[ακόμη]] στην [[κρίση]] του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επίδικο [[πράγμα]]» — ό,τι έχει καταστεί [[αντικείμενο]] δικαστικής διαφοράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («[[ἐπίδικος]] [[νίκη]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβάλλεται στην [[κρίση]] κάποιου («[[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῑς δημόταις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίδικος]]<br />[[κληρονόμος]] για την οποία απαιτείται δικαστική [[απόφαση]] για το [[ποιός]] από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίκη]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίδικος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται [[ακόμη]] στην [[κρίση]] του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επίδικο [[πράγμα]]» — ό,τι έχει καταστεί [[αντικείμενο]] δικαστικής διαφοράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («[[ἐπίδικος]] [[νίκη]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβάλλεται στην [[κρίση]] κάποιου («[[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίδικος]]<br />[[κληρονόμος]] για την οποία απαιτείται δικαστική [[απόφαση]] για το [[ποιός]] από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίκη]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς
αρχ.
1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)
2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις», Διον. Αλ.)
3. το θηλ. ως ουσ.ἐπίδικος
κληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη.