περιδίνηση: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[περιδίνησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[περιδινώ]]<br />[[περιστροφή]], [[κυκλοτερής]] [[κίνηση]], [[στροβιλισμός]] (α. «[[περιδίνησις]] τοῦ ἀέρος» β. «[[περιδίνησις]] | |mltxt=η / [[περιδίνησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[περιδινώ]]<br />[[περιστροφή]], [[κυκλοτερής]] [[κίνηση]], [[στροβιλισμός]] (α. «[[περιδίνησις]] τοῦ ἀέρος» β. «[[περιδίνησις]] τροχοῦ» γ. «[[περιδίνησις]] τρυπάνου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αεροπ.)</b> [[είδος]] ακροβασίας [[κατά]] την οποία το [[αεροσκάφος]] πραγματοποιεί κατακόρυφη [[σχεδόν]] κάθοδο με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] και με ελικοειδή [[κίνηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 13 June 2022
Greek Monolingual
η / περιδίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιδινώ
περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῦ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῦ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου»)
νεοελλ.
(αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί κατακόρυφη σχεδόν κάθοδο με μεγάλη ταχύτητα και με ελικοειδή κίνηση.