πρωρεύς: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ο [[ναύκληρος]], κν. [[λοστρόμος]],<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) ο [[αμέσως]] [[μετά]] τον κυβερνήτη πλοίου [[αξιωματικός]], ύπαρχος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[αμέσως]] [[μετά]] από τον κυβερνήτη [[αξιωματικός]] ο [[οποίος]] διηύθυνε τους χειρισμούς του πλοίου στην [[πλευρά]] της πρώρας («τὸν δὲ τοῦ κυβερνήτου διάκονον, ὅς πρωρεὺς τῆς νεὼς | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ο [[ναύκληρος]], κν. [[λοστρόμος]],<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) ο [[αμέσως]] [[μετά]] τον κυβερνήτη πλοίου [[αξιωματικός]], ύπαρχος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[αμέσως]] [[μετά]] από τον κυβερνήτη [[αξιωματικός]] ο [[οποίος]] διηύθυνε τους χειρισμούς του πλοίου στην [[πλευρά]] της πρώρας («τὸν δὲ τοῦ κυβερνήτου διάκονον, ὅς πρωρεὺς τῆς νεὼς καλεῖται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ον.) <i>Πρωρεύς</i><br />όνομα ενός από τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 13 October 2022
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, = πρωράτης; Xen. An. 5, 8, 20 Dem. 32, 7 u. Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν
νεοελλ.
ναυτ. ο ναύκληρος, κν. λοστρόμος,
μσν.
(στο Βυζάντιο) ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη πλοίου αξιωματικός, ύπαρχος
αρχ.
1. ναυτ. αμέσως μετά από τον κυβερνήτη αξιωματικός ο οποίος διηύθυνε τους χειρισμούς του πλοίου στην πλευρά της πρώρας («τὸν δὲ τοῦ κυβερνήτου διάκονον, ὅς πρωρεὺς τῆς νεὼς καλεῖται», Ξεν.)
2. (ως κύριο ον.) Πρωρεύς
όνομα ενός από τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + κατάλ. -εύς].