ἀρύβαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(3)
 
(6_3)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ru/ballos
|Beta Code=a)ru/ballos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bagor purse</b>, made so as to draw close, <span class="bibl">Stesich.11</span>, <span class="bibl">Antiph.50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">globular oil-flask</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1094</span>, <span class="bibl">Ath.11.783f</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bagor purse</b>, made so as to draw close, <span class="bibl">Stesich.11</span>, <span class="bibl">Antiph.50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">globular oil-flask</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1094</span>, <span class="bibl">Ath.11.783f</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀρύβαλλος''': [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι [[βαλλάντιον]], [[ὅπερ]] ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» [[Πολυδ]]. Ι΄, 152. ΙΙ. «[[ποτήριον]] [[κάτωθεν]] εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F ([[μετὰ]] τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F ([[μετὰ]] τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, [[ἀρύβαλλος]], [[ἀρύταινα]]· [[ἄμφω]] δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύβαλλος Medium diacritics: ἀρύβαλλος Low diacritics: αρύβαλλος Capitals: ΑΡΥΒΑΛΛΟΣ
Transliteration A: arýballos Transliteration B: aryballos Transliteration C: aryvallos Beta Code: a)ru/ballos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50.    II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.