συμμορφίζω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(c2)
(cc2)
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':summorfÒw 沁-摩而賀哦<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':共同-形狀<p>'''字義溯源''':使類似,同化,效法;源自([[σύμμορφος]])=相似的),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[μορφή]])*=形像)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);腓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 效法(1) 腓3:10
|sngr='''原文音譯''':summorfÒw 沁-摩而賀哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':共同-形狀<br />'''字義溯源''':使類似,同化,效法;源自([[σύμμορφος]])=相似的),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[μορφή]])*=形像)組成<br />'''出現次數''':總共(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 效法(1) 腓3:10
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2019

German (Pape)

[Seite 983] = συμμορφόω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.

Chinese

原文音譯:summorfÒw 沁-摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-形狀
字義溯源:使類似,同化,效法;源自(σύμμορφος)=相似的),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 效法(1) 腓3:10