преуспевать: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εὐπορέω]], [[κατευστοχέω]], [[προβιβάζω]], [[εὐοδόω]], [[ἐπιδίδωμι]], [[προκόπτω]], [[εὐτυχέω]], [[κατευτυχέω]], [[τυγχάνω]], [[ἀρετάω]], [[κατατυγχάνω]], [[εὐδαιμονέω]] | |rueltext=[[ἐπιτυγχάνω]], [[περισσεύω]], [[εὐπορέω]], [[κατευστοχέω]], [[προβιβάζω]], [[εὐοδόω]], [[ἐπιδίδωμι]], [[προκόπτω]], [[εὐτυχέω]], [[κατευτυχέω]], [[τυγχάνω]], [[ἀρετάω]], [[κατατυγχάνω]], [[εὐδαιμονέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπιτυγχάνω, περισσεύω, εὐπορέω, κατευστοχέω, προβιβάζω, εὐοδόω, ἐπιδίδωμι, προκόπτω, εὐτυχέω, κατευτυχέω, τυγχάνω, ἀρετάω, κατατυγχάνω, εὐδαιμονέω