φατνίον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φατνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φάτνη]]. ΙΙ. ἡ [[θήκη]] ὀδόντος ἢ τὸ [[οὖλον]], Γαλην. τ. 2, σ. 211F· τὸ ἀνωτέρω φ. (κοινῶς φέρεται [[ἐνδοτέρω]]) Φίλων 2, 238· πρβλ. | |lstext='''φατνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φάτνη]]. ΙΙ. ἡ [[θήκη]] ὀδόντος ἢ τὸ [[οὖλον]], Γαλην. τ. 2, σ. 211F· τὸ ἀνωτέρω φ. (κοινῶς φέρεται [[ἐνδοτέρω]]) Φίλων 2, 238· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93· καὶ [[φάτνωμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of φάτνη,
A socket of a tooth, Sor.1.118, Gal. 2.754, UP11.8: gum, τὸ ἀνωτέρω φ. Ph.2.238.
Greek (Liddell-Scott)
φατνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάτνη. ΙΙ. ἡ θήκη ὀδόντος ἢ τὸ οὖλον, Γαλην. τ. 2, σ. 211F· τὸ ἀνωτέρω φ. (κοινῶς φέρεται ἐνδοτέρω) Φίλων 2, 238· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93· καὶ φάτνωμα.