ἀκοπίαστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akopiastos | |Transliteration C=akopiastos | ||
|Beta Code=a)kopi/astos | |Beta Code=a)kopi/astos | ||
|Definition=ον, (κοπιάω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (κοπιάω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not wearying]], ὁδός <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>391a12</span> (v.l. [[-ατος]]). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[untiring]], [[unwearied]], φῶς ἡλίου Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. <b class="b3">-άστως</b> Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>852</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (κοπιάω)
A not wearying, ὁδός Arist.Mu.391a12 (v.l. -ατος). II untiring, unwearied, φῶς ἡλίου Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -άστως Sch.S.Aj.852.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοπίαστος: -ον, (κοπιάω) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. ὡσαύτως -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.
Spanish (DGE)
-ον
1 infatigable φῶς ἡλίου Corp.Herm.Fr.23.34
•subst. τὸ ἀ. resistencia, aguante de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.P.9.119b.
2 adv. -ως incansablemente Sch.S.Ai.837cCh.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].
Russian (Dvoretsky)
ἀκοπίαστος: неутомительный (ὁδός Arst.).