συκοφαντητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykofantitos
|Transliteration C=sykofantitos
|Beta Code=sukofanthto/s
|Beta Code=sukofanthto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be quibbled about</b>, <b class="b3">οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα</b> after all, such points [[need not be unduly pressed]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>53</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be quibbled about]], <b class="b3">οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα</b> after all, such points [[need not be unduly pressed]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>53</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:20, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντητός Medium diacritics: συκοφαντητός Low diacritics: συκοφαντητός Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: sykophantētós Transliteration B: sykophantētos Transliteration C: sykofantitos Beta Code: sukofanthto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντητός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.