παλινδορία: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παλινδορία''': ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, [[Πλάτων]]. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.
|lstext='''παλινδορία''': ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, [[Πλάτων]]. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλινδορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κατεργασία]] δέρματος για πέλματα [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) μπαλωμένα παπούτσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]])].
|mltxt=[[παλινδορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κατεργασία]] δέρματος για πέλματα [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) μπαλωμένα παπούτσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]])].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδορία Medium diacritics: παλινδορία Low diacritics: παλινδορία Capitals: ΠΑΛΙΝΔΟΡΙΑ
Transliteration A: palindoría Transliteration B: palindoria Transliteration C: palindoria Beta Code: palindori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mending of shoes: hence in concrete, mended shoes, Pl.Com.164, cf. Poll.6.164.

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παλινδορία: ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, Πλάτων. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.

Greek Monolingual

παλινδορία, ἡ (Α)
1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων
2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δορία (< -δόρος < δορά)].