ἀποδεδειλιακότως: Difference between revisions
From LSJ
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ | |lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀποδειλιάω]] [[cobardemente]] Poll.5.123. | |dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀποδειλιάω]] [[cobardemente]] Poll.5.123. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:14, 7 July 2020
English (LSJ)
Adv., (ἀποδειλιάω)
A in a cowardly way, censured by Poll.5.123.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεδειλιᾱκότως: ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ ἀποδειλιάω, δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποδειλιάω cobardemente Poll.5.123.