φύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύλιος''': α, όν, ὁ ἀνήκων εἴς τινα φυλήν, φύλιοι θεοὶ [[Πολυδ]]. Η΄, 118.
|lstext='''φύλιος''': α, όν, ὁ ἀνήκων εἴς τινα φυλήν, φύλιοι θεοὶ Πολυδ. Η΄, 118.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[φῡλον</i> / [[φυλή]]]]<br /><b>φρ.</b> «φύλιοι θεοί» — οι θεοί μιας φυλής (<b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=-ία, -ον, Α [[φῡλον</i> / [[φυλή]]]]<br /><b>φρ.</b> «φύλιοι θεοί» — οι θεοί μιας φυλής (<b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 21:08, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλιος Medium diacritics: φύλιος Low diacritics: φύλιος Capitals: ΦΥΛΙΟΣ
Transliteration A: phýlios Transliteration B: phylios Transliteration C: fylios Beta Code: fu/lios

English (LSJ)

[ῡ], α, ον,

   A of a tribe, θεοί Poll.8.110.

Greek (Liddell-Scott)

φύλιος: α, όν, ὁ ἀνήκων εἴς τινα φυλήν, φύλιοι θεοὶ Πολυδ. Η΄, 118.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α [[φῡλον / φυλή]]
φρ. «φύλιοι θεοί» — οι θεοί μιας φυλής (Πολυδ.).