ἐπικυλίδες: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικῠλίδες''': ίδων, αἱ, τὰ ἄνω βλέφαρα, «οἱ δὲ [[κύλον]] μὲν τὸ [[κάτωθεν]] [[βλέφαρον]], τὸ δὲ [[ἄνωθεν]] ἐπικυλίδα ἢ κυλίδα» [[Πολυδ]]. Β΄, 66· ἴδε ἐν λ. [[κύλα]].
|lstext='''ἐπικῠλίδες''': ίδων, αἱ, τὰ ἄνω βλέφαρα, «οἱ δὲ [[κύλον]] μὲν τὸ [[κάτωθεν]] [[βλέφαρον]], τὸ δὲ [[ἄνωθεν]] ἐπικυλίδα ἢ κυλίδα» Πολυδ. Β΄, 66· ἴδε ἐν λ. [[κύλα]].
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῠλίδες Medium diacritics: ἐπικυλίδες Low diacritics: επικυλίδες Capitals: ΕΠΙΚΥΛΙΔΕΣ
Transliteration A: epikylídes Transliteration B: epikylides Transliteration C: epikylides Beta Code: e)pikuli/des

English (LSJ)

ίδων, αἱ,

   A upper eyelids, Poll.2.66; cf. κύλα.

German (Pape)

[Seite 955] αἱ, auch ἐπικοιλίδες geschrieben, die oberen Augenlider, Poll. 2, 66. S. κυλοιδιάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικῠλίδες: ίδων, αἱ, τὰ ἄνω βλέφαρα, «οἱ δὲ κύλον μὲν τὸ κάτωθεν βλέφαρον, τὸ δὲ ἄνωθεν ἐπικυλίδα ἢ κυλίδα» Πολυδ. Β΄, 66· ἴδε ἐν λ. κύλα.