ὀπισθοβαρής: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opisthovaris | |Transliteration C=opisthovaris | ||
|Beta Code=o)pisqobarh/s | |Beta Code=o)pisqobarh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[loaded behind]], metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι <span class="title">OGI</span>383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. <span class="bibl">Plot.6.9.4</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.35</span> D. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> name of an eye-salve, <span class="bibl">Aët.7.115</span> : as Adj., <b class="b3">ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ</b> ib.109.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:17, 13 December 2020
English (LSJ)
ές, A loaded behind, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.in Epict.p.35 D. 2 name of an eye-salve, Aët.7.115 : as Adj., ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ ib.109.
German (Pape)
[Seite 358] ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοβᾰρής: -ές, ὁ ὄπισθεν βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερ-βαρής].