ἀργυροφάλαρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyrofalaros | |Transliteration C=argyrofalaros | ||
|Beta Code=a)rgurofa/laros | |Beta Code=a)rgurofa/laros | ||
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον,</b> <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον,</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with silver trappings]], ἱππεῖς <span class="bibl">Plb.30.25.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:25, 12 December 2020
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
Greek Monolingual
ἀργυροφάλαρος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροφάλᾰρος: сребросбруйный (ἱππεῖς Polyb.).