κατεράω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεράω''': [[καταχέω]], [[ἐκχέω]], [[χύνω]] ἔξω, [[εἶτα]] τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν [[οἶνον]] | |lstext='''κατεράω''': [[καταχέω]], [[ἐκχέω]], [[χύνω]] ἔξω, [[εἶτα]] τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν [[οἶνον]] Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐπιχύνω]], δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
A pour out, pour off, Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30. II pour over, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.Eloc.302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.
German (Pape)
[Seite 1396] herunter-, darübergießen; Strab. XVII, 812; οἶνον Poll. 7, 162; a. Sp., auch übertr., δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου Demetr. 326.
Greek (Liddell-Scott)
κατεράω: καταχέω, ἐκχέω, χύνω ἔξω, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν οἶνον Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., ἐπιχύνω, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.