Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιλοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑλοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, [[Πολυδ]]. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -[[ποιητικός]], ή, όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς πιλοποιίαν, [[ὕδωρ]] Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ πιλοποιοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 171.
|lstext='''πῑλοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -[[ποιητικός]], ή, όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς πιλοποιίαν, [[ὕδωρ]] Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[κατασκευαστής]] πίλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[κατασκευαστής]] πίλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑλοποιός Medium diacritics: πιλοποιός Low diacritics: πιλοποιός Capitals: ΠΙΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pilopoiós Transliteration B: pilopoios Transliteration C: pilopoios Beta Code: pilopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A felt-maker, hatter, Id.1.149,7.171.

German (Pape)

[Seite 615] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -ποιητικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς πιλοποιίαν, ὕδωρ Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ τέχνη τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
κατασκευαστής πίλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος + -ποιός].