συμβία: Difference between revisions
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ</b>" to "ῐ], ἡ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvia | |Transliteration C=symvia | ||
|Beta Code=sumbi/a | |Beta Code=sumbi/a | ||
|Definition=[ῐ], ἡ, late word for | |Definition=[ῐ], ἡ, late word for [[σύμβιος]] (ἡ), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wife]], PLond.3.978.19 (iv A.D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:55, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, late word for σύμβιος (ἡ),
A wife, PLond.3.978.19 (iv A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
συμβία: ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ σύμβιος (ἡ), ἡ σύζυγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε σύμβιος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].