κτίτερ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτίτερ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτίτης]], με διαλεκτικό ρωτακισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[κέστερ]])].
|mltxt=[[κτίτερ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτίτης]], με διαλεκτικό ρωτακισμό ([[πρβλ]]. [[κέστερ]])].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίτερ Medium diacritics: κτίτερ Low diacritics: κτίτερ Capitals: ΚΤΙΤΕΡ
Transliteration A: ktíter Transliteration B: ktiter Transliteration C: ktiter Beta Code: kti/ter

English (LSJ)

κτίστης, Hsch.; cf. sq.

Greek Monolingual

κτίτερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίτης, με διαλεκτικό ρωτακισμό (πρβλ. κέστερ)].