σακκίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σακκίας''': (ἢ σακίας) [[οἶνος]], [[οἶνος]] στραγγιζόμενος, «[[σακκίας]] δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 18.
|lstext='''σακκίας''': (ἢ σακίας) [[οἶνος]], [[οἶνος]] στραγγιζόμενος, «[[σακκίας]] δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[οἶνος]]) ([[κατά]] τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς [[οἶνος]] παρ' Εὐπόλιδι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σαπρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[οἶνος]]) ([[κατά]] τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς [[οἶνος]] παρ' Εὐπόλιδι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σαπρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκίας Medium diacritics: σακκίας Low diacritics: σακκίας Capitals: ΣΑΚΚΙΑΣ
Transliteration A: sakkías Transliteration B: sakkias Transliteration C: sakkias Beta Code: sakki/as

English (LSJ)

(or σακίας) οἶνος,

   A strained wine, Poll.6.18.

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, οἶνος, durchgeschlagener, durchgeseihter Wein, Eupolis. bei Poll. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίας: (ἢ σακίας) οἶνος, οἶνος στραγγιζόμενος, «σακκίας δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ' Εὐπόλιδι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα -ίας (πρβλ. σαπρ-ίας)].