πλαγυφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plagyfylaks
|Transliteration C=plagyfylaks
|Beta Code=plagufu/lac
|Beta Code=plagufu/lac
|Definition=[<b class="b3">φῠ], ᾰκος, ὁ</b>, in pl., written either for [[πλαγιοφύλακες]] (q.v.), or for [[πλακοφύλακες]] (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[guardians of]] temple-<b class="b2">inscriptions)</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 89.6</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=[<b class="b3">φῠ], ᾰκος, ὁ</b>, in pl., written either for [[πλαγιοφύλακες]] (q.v.), or for [[πλακοφύλακες]] (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[guardians of]] temple-<b class="b2">inscriptions)</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 89.6</span> (ii B. C.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πλαγυφύλακες</i><br />οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την πιθανότερη [[εκδοχή]] πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. [[πλαγιοφύλαξ]].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πλαγυφύλακες</i><br />οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την πιθανότερη [[εκδοχή]] πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. [[πλαγιοφύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 17:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγυφύλαξ Medium diacritics: πλαγυφύλαξ Low diacritics: πλαγυφύλαξ Capitals: ΠΛΑΓΥΦΥΛΑΞ
Transliteration A: plagyphýlax Transliteration B: plagyphylax Transliteration C: plagyfylaks Beta Code: plagufu/lac

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, in pl., written either for πλαγιοφύλακες (q.v.), or for πλακοφύλακες (   A guardians of temple-inscriptions), UPZ 89.6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες
οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. πλαγιοφύλαξ.