κυκύιζα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῑα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»].
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῖα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῖα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].

Frisk Etymological English

Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα and κύκυον τὸν σικυόν H.
See also: s. σίκυος.

Frisk Etymology German

κυκύιζα: {kukúiza}
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα und κύκυον· τὸν σικυόν H.,
See also: s. σίκυος.
Page 2,46