λόρδων: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lordon | |Transliteration C=lordon | ||
|Beta Code=lo/rdwn | |Beta Code=lo/rdwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the demon of impure]] [[λόρδωσις]] (cf. [[λορδόω]] sub fin.), cf. [[Κύβδασος]] (from [[κύβδα]]), Pl. Com.174.17.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.
Greek (Liddell-Scott)
λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.
Greek Monolingual
λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.