στυππειουργός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styppeiourgos
|Transliteration C=styppeiourgos
|Beta Code=stuppeiourgo/s
|Beta Code=stuppeiourgo/s
|Definition=ὁ, written στυππεουργός, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tow-worker]], PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written <b class="b3">στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός</b> (qq.v.).</span>
|Definition=ὁ, written στυππεουργός, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tow-worker]], PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written <b class="b3">στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός</b> (qq.v.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:02, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειουργός Medium diacritics: στυππειουργός Low diacritics: στυππειουργός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: styppeiourgós Transliteration B: styppeiourgos Transliteration C: styppeiourgos Beta Code: stuppeiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, written στυππεουργός, A tow-worker, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].