τριηριτικός: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triiritikos | |Transliteration C=triiritikos | ||
|Beta Code=trihritiko/s | |Beta Code=trihritiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[like a trireme]], ὑποζώματα <span class="title">IG</span>22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη <span class="bibl">App.<span class="title">Praef.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pun.</span>96</span>, and -ρετικοὶ φάσηλοι <span class="bibl">Id.<span class="title">BC</span> 5.95</span>, <b class="b3">τριηριτ-</b> shd. be read.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of or like a trireme, ὑποζώματα IG22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη App.Praef.10, Pun.96, and -ρετικοὶ φάσηλοι Id.BC 5.95, τριηριτ- shd. be read.
Greek (Liddell-Scott)
τριηριτικός: -ή, -όν, κρατὴρ τριηριτικὸς Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 438. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἀνεγράφη μὲν τὸ ἐπίθ. ἐκ τοῦ Ἀππιανοῦ 5, 95, ἀλλ’ ἡ ὀρθότης τῆς γραφῆς ἠπιστήθη, καὶ προυτάθησαν διορθώσεις τριηρετικὸς καὶ τριηρικός, αἵτινες καὶ φέρονται ἔν τισι τῶν ἐκδόσεων, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
τριηρῑτικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τριήρη, ἢ ὅμοιος πρὸς τριήρη, τρ. σκεύη Ἀππ. Ρωμαϊκ. Ἱστ. Προοίμ. 10, τοῦ αὐτοῦ Καρχηδ. 96· φάσηλοι τοῦ αὐτοῦ Ἐμφυλ. 5. 95· ― Ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τριηρετικὸς ἐξ Ἐπιγραφῶν, ἴδε Böckh Urkunden σελ. 416, κτλ.· οὕτω τετρηριτικά, τά, αὐτόθι 542.
Greek Monolingual
και, εσφ. γρφ., τριηρετικός, -ή, -όν, Α τριήρης
αυτός που ανήκει σε τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τριηριτικὰ σκεύη», Αππ.).