ἡμιονίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<b class="b3">νῑ], ου, ὁ</b>" to "νῑ], ου, ὁ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imionitis
|Transliteration C=imionitis
|Beta Code=h(mioni/ths
|Beta Code=h(mioni/ths
|Definition=[<b class="b3">νῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[muleteer]], PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).</span>
|Definition=[νῑ], ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[muleteer]], PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιονίτης]], ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] ἡμιονῑτις» — [[φοράδα]] που κυοφορεί ημίονο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμιονῑτις</i><br /><b>(φυτ.)</b> [[είδος]] φτέρης.
|mltxt=[[ἡμιονίτης]], ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] ἡμιονῑτις» — [[φοράδα]] που κυοφορεί ημίονο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμιονῑτις</i><br /><b>(φυτ.)</b> [[είδος]] φτέρης.
}}
}}

Revision as of 13:04, 28 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονίτης Medium diacritics: ἡμιονίτης Low diacritics: ημιονίτης Capitals: ΗΜΙΟΝΙΤΗΣ
Transliteration A: hēmionítēs Transliteration B: hēmionitēs Transliteration C: imionitis Beta Code: h(mioni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ,    A muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις
(φυτ.) είδος φτέρης.