ἰσχιορρωγικός: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischiorrogikos | |Transliteration C=ischiorrogikos | ||
|Beta Code=i)sxiorrwgiko/s | |Beta Code=i)sxiorrwgiko/s | ||
|Definition=ή, όν, (ῥώξ) <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, (ῥώξ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with broken hips]], [[limping]], <b class="b3">μέτρον ἰ</b>. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund <b class="b2">Ind. Lect. Vratisl</b>. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. [[στίχος]]), ῶγος, ὁ, Tz.in <span class="title">An.Ox.</span>3.310.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, (ῥώξ) A with broken hips, limping, μέτρον ἰ. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. στίχος), ῶγος, ὁ, Tz.in An.Ox.3.310.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιορρωγικός: -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, στίχος ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. χωλίαμβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος
αρχ.
(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσχιορρωγικός: «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. στίχος исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).