Παρνασιάς: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Παρνασιάς | |||
|Medium diacritics=Παρνασιάς | |||
|Low diacritics=Παρνασιάς | |||
|Capitals=ΠΑΡΝΑΣΙΑΣ | |||
|Transliteration A=Parnasiás | |||
|Transliteration B=Parnasias | |||
|Transliteration C=Parnasias | |||
|Beta Code=*parnasia/s | |||
|Definition=v. sub [[Παρνασός]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α<br />αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν [[ὑπὲρ]] κλιτύν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Παρνασ</i>(<i>σ</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Κρον</i>-<i>ιάς</i>)]. | |mltxt=και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α<br />αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν [[ὑπὲρ]] κλιτύν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Παρνασ</i>(<i>σ</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Κρον</i>-<i>ιάς</i>)]. |
Revision as of 10:50, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub Παρνασός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α
αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + επίθημα -ιάς (πρβλ. Κρον-ιάς)].
Russian (Dvoretsky)
Παρνᾱσιάς: ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.