Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπελίς: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-[[ίδος]]), η (Α [[ἀμπελίς]])<br /><b>1.</b> νεαρή [[άμπελος]], νέο, πρόσφατα φυτεμένο [[αμπέλι]]<br /><b>2.</b> ωδικό [[πτηνό]], το αμπελοπούλι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμπελίδεια</i>, <i>αμπελιδίδες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμπελιδοειδή</i>].
|mltxt=(-ίδος), η (Α [[ἀμπελίς]])<br /><b>1.</b> νεαρή [[άμπελος]], νέο, πρόσφατα φυτεμένο [[αμπέλι]]<br /><b>2.</b> ωδικό [[πτηνό]], το αμπελοπούλι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμπελίδεια</i>, <i>αμπελιδίδες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμπελιδοειδή</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Greek Monolingual

(-ίδος), η (Α ἀμπελίς)
1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι
2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή].