διατόναιον: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατόναιον]], το (Α) [[διάτονος]]<br /><b>1.</b> [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[ράβδος]], όπου στερεώνεται το [[πάνω]] [[μέρος]] παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).
|mltxt=[[διατόναιον]], το (Α) [[διάτονος]]<br /><b>1.</b> [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[ράβδος]], όπου στερεώνεται το [[πάνω]] [[μέρος]] παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῖαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).
}}
}}

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατόναιον Medium diacritics: διατόναιον Low diacritics: διατόναιον Capitals: ΔΙΑΤΟΝΑΙΟΝ
Transliteration A: diatónaion Transliteration B: diatonaion Transliteration C: diatonaion Beta Code: diato/naion

English (LSJ)

τό, A joist, PPetr.2p.14 (iii B. C.); curtain-rod, Callix. 1:—so δια-τόνιον, curtain-hook or -ring, LXX Ex.35.11.

Greek (Liddell-Scott)

διατόναιον: τό, ῥάβδος ἐφ’ ἧς ἐκτείνεται ἡ ἄνω ἄκρα τοῦ παραπετάσματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F· οὕτω -τόνιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. λε΄, 11).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 arq. viga, vigueta de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera, ID 1417A.1.73 (II a.C.), cf. PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), Hero Dioptr.34.
2 barra transversal de una tienda PCair.Zen.353.11 (III a.C.)
varilla de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον.

Greek Monolingual

διατόναιον, το (Α) διάτονος
1. δοκάρι
2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῖαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).