διμηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών.
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών.
}}
}}

Revision as of 08:47, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμηνιαῖος Medium diacritics: διμηνιαῖος Low diacritics: διμηνιαίος Capitals: ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: dimēniaîos Transliteration B: dimēniaios Transliteration C: diminiaios Beta Code: dimhniai=os

English (LSJ)

α, ον, A two months old, Hp.Nat.Mul.19, Mul. 1.47; of two months, χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, Gp.17.3.3 (v.l. -μηναῖος).

Greek (Liddell-Scott)

διμηνιαῖος: -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.Bub.3.3
1 de pers. de dos meses de edad o de vida παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.Epid.7.106, ἔμβρυον Hp.Mul.1.47, δ.· bimenstruus, Gloss.2.277.
2 c. palabras de ‘tiempo’ de dos meses, que dura dos meses διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος PFam.Teb.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., Gp.17.3.3, Anat.l.c.

Greek Monolingual

-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.