θαιραῖος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θαιραῖος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 28 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A for axles, ξύλα Poll.1.253.
German (Pape)
[Seite 1181] s. θαιρός.
Greek Monolingual
θαιραῖος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).