κοσταί: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοσταί]] και κόσται, αἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κριθαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. [[ἀκοστή]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κοσταί]], οἱ (Α)<br />[[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοσταί]] και κόσται, αἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κριθαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. [[ἀκοστή]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κοσταί]], οἱ (Α)<br />[[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> od. κόσται, αἱ, erkl. Hesych. κριθαί Vgl. [[ἀκοστή]].<br /><b class="num">2</b> οἱ, <i>eine Art [[Fische]]</i>, Diphil. bei Ath. VIII.357a.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσταί Medium diacritics: κοσταί Low diacritics: κοσταί Capitals: ΚΟΣΤΑΙ
Transliteration A: kostaí Transliteration B: kostai Transliteration C: kostai Beta Code: kostai/

English (LSJ)

or κόσται, ῶν, αἱ, A = ἀκοστή, barley, Hsch. II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.

Greek Monolingual

(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. ἀκοστή].
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

German (Pape)

1 od. κόσται, αἱ, erkl. Hesych. κριθαί Vgl. ἀκοστή.
2 οἱ, eine Art Fische, Diphil. bei Ath. VIII.357a.