κροκοδιλόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροκοδιλόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει [[κροκόδειλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κροκόδιλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>οφιό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=[[κροκοδιλόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει [[κροκόδειλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κροκόδιλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. <i>θηρό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>οφιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοδῑλόδηκτος Medium diacritics: κροκοδιλόδηκτος Low diacritics: κροκοδιλόδηκτος Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krokodilódēktos Transliteration B: krokodilodēktos Transliteration C: krokodilodiktos Beta Code: krokodilo/dhktos

English (LSJ)

ον, A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.

Greek Monolingual

κροκοδιλόδηκτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό-δηκτος, οφιό-δηκτος].