λαξευτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαξευτήριον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] λαξευτικόν, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΓ΄, 7)· διά τινων λαξευτηρίων ὀργάνων Ἄννα Κομν. σ. 111C.
|lstext='''λαξευτήριον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] λαξευτικόν, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΓ΄, 7)· διά τινων λαξευτηρίων ὀργάνων Ἄννα Κομν. σ. 111C.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], τό, <i>[[Werkzeug]], [[Steine]] zu [[behauen]], VLL</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξευτήριον Medium diacritics: λαξευτήριον Low diacritics: λαξευτήριον Capitals: ΛΑΞΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: laxeutḗrion Transliteration B: laxeutērion Transliteration C: laxeftirion Beta Code: laceuth/rion

English (LSJ)

τό,

A stone-cutter's tool, LXX Ps.73(74).7.

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτήριον: τό, ἐργαλεῖον λαξευτικόν, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΓ΄, 7)· διά τινων λαξευτηρίων ὀργάνων Ἄννα Κομν. σ. 111C.

German (Pape)

[ᾱ], τό, Werkzeug, Steine zu behauen, VLL, Sp.