μετρόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετρόκροτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=[[μετρόκροτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ([[πρβλ]]. <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρόκροτος Medium diacritics: μετρόκροτος Low diacritics: μετρόκροτος Capitals: ΜΕΤΡΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: metrókrotos Transliteration B: metrokrotos Transliteration C: metrokrotos Beta Code: metro/krotos

English (LSJ)

ον, A wrought in metre, γραφαί Tz.ad Lyc.497.

Greek (Liddell-Scott)

μετρόκροτος: -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.

Greek Monolingual

μετρόκροτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό-κροτος)].