παραδεκτός: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παραδεχτός, -ή, -ό / [[παραδεκτός]], -ή, -όν, ΝΑΜ [[παραδέχομαι]]<br />αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε [[δεκτός]] («εἰ παραδεκτὸς εἴης | |mltxt=και παραδεχτός, -ή, -ό / [[παραδεκτός]], -ή, -όν, ΝΑΜ [[παραδέχομαι]]<br />αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε [[δεκτός]] («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
English (LSJ)
όν, A accepted: acceptable, Jul.Ep.88.
Greek (Liddell-Scott)
παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.
Greek Monolingual
και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.).