προσεκπνέω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.
}}
}}

Revision as of 13:17, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.