γενειόλης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(4)
 
(6_15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=geneio/lhs
|Beta Code=geneio/lhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γενειάτης]], Hdn.Gr. <span class="bibl">2.638</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γενειάτης]], Hdn.Gr. <span class="bibl">2.638</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''γενειόλης''': ὁ, πιθ. = [[γενειάτης]], Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. [[μαινόλης]], [[σκωπτόλης]], ὀπυιόλης, [[φαινόλης]].- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειόλης Medium diacritics: γενειόλης Low diacritics: γενειόλης Capitals: ΓΕΝΕΙΟΛΗΣ
Transliteration A: geneiólēs Transliteration B: geneiolēs Transliteration C: geneiolis Beta Code: geneio/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.

Greek (Liddell-Scott)

γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.