χρωματουργός: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] ή [[βιομήχανος]] που παρασκευάζει χρώματα, βαφές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χρωματίζει [[κάτι]], βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαυματ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] ή [[βιομήχανος]] που παρασκευάζει χρώματα, βαφές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χρωματίζει [[κάτι]], βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>θαυματ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτουργός Medium diacritics: χρωματουργός Low diacritics: χρωματουργός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: chrōmatourgós Transliteration B: chrōmatourgos Transliteration C: chromatourgos Beta Code: xrwmatourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A dyer, Rhetor. ib.8(4).137.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές
αρχ.
αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].