ἐμετός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emetos
|Transliteration C=emetos
|Beta Code=e)meto/s
|Beta Code=e)meto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[vomited]], Suid.</span>
|Definition=ή, όν, [[vomited]], Suid.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 06:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμετός Medium diacritics: ἐμετός Low diacritics: εμετός Capitals: ΕΜΕΤΟΣ
Transliteration A: emetós Transliteration B: emetos Transliteration C: emetos Beta Code: e)meto/s

English (LSJ)

ή, όν, vomited, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.